Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020



Το “ηθικοπλαστικό οικοδόμημα” της ολλανδικής ζωγραφικής



                                 Δρ  Στέλλα Μουζακιώτου                         
       Ιστορικός Τέχνης
                 Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
                 & Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
              Επιμελήτρια Εκθέσεων
               stellamouzak@yahoo.gr

     Ο Γιοχάνες Βερμέερ (31 Οκτωβρίου 1632 - 15 Δεκεμβρίου 1675), γνωστός και ως Γιαν Βερμέερ ή Γιοχάνες βαν ντερ Μέερ, ήταν Ολλανδός ζωγράφος που έζησε και εργάστηκε στην περιοχή του Ντελφτ της Δυτικής Ολλανδίας κατά το 17ο αιώνα. Μαζί με το Ρέμπραντ, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ζωγράφους της Χρυσής Εποχής (1584-1702) της Ολλανδίας. Σε σχέση με τους άλλους ηθογράφους της Ολλανδικής σχολής ο Βερμέερ ξεχωρίζει για την πολύ εκλεπτυσμένη, χαμηλόφωνη ψυχολογική παρατήρηση, το διακριτικό του χιούμορ, την περιορισμένη  χρήση των συμβολισμών και φυσικά για τις καθαρά τεχνικές του αρετές μέσα από τις λεπτές αρμονίες του κίτρινου και του γαλάζιου. Διακρίνεται κυρίως ως ζωγράφος ρωπογραφιών, καθημερινών ρεαλιστικών σκηνών και ηθογραφιών. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό οι πίνακες του προσαρμόζονται στην κυρίαρχη τάση της ολλανδικής ηθογραφικής ζωγραφικής, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να καταδικάζονται η αμαρτία και τα ανθρώπινα πάθη, με απώτερο στόχο τη διαπαιδαγώγηση και την ανάδειξη της «ενάρετης» ζωής. Στην πλειονότητά τους, τα ηθογραφικά έργα του επιδιώκουν να διακωμωδήσουν τις αποκλίνουσες συμπεριφορές, ενώ ελάχιστα από αυτά παρουσιάζουν ένα πρότυπο προς μίμηση.
    Οι θεωρητικοί αναλυτές του 19ου αιώνα είδαν στη θεματολογία της Ολλανδικής  ηθογραφίας  άλλοτε την "Επιστροφή του αρραβωνιαστικού" από τον πόλεμο, τους "ταχυδρόμους να φέρνουν γράμματα", τις "πατρικές συμβουλές" και διάφορά τέτοια όμορφα, ηθικοπλαστικά και πατριωτικά μηνύματα. Όλα όμως ανατράπηκαν  όταν ένας συντηρητής ανακάλυψε ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρα του ενός εκ των πρωταγωνιστών τού πιο διδακτικού έργου του Gerard Terborch, την «Πατρική Συμβουλή», το λαμπύρισμα ενός χρυσού νομίσματος. Τότε το αξιακό οικοδόμημα που είχαν κτίσει πάνω στην Ολλανδική ηθογραφία πολλοί εμπνευσμένοι συγγραφείς (ανάμεσά τους και ο Γκαίτε) κατέρρευσε ολοκληρωτικά.
     Η Ολλανδία, σαν το πρώτο στέρεα δομημένο αστικό κράτος είναι εκείνο που, στα πλαίσια της λατρείας του οργανωμένου, αναγνώρισε την εξειδίκευση σε κάθε τομέα δραστηριότητας ακόμα και στη λειτουργία των οίκων ανοχής.  Ο πίνακες του Βερμέερ με τίτλο «Η Προαγωγός»( 1656, Πινακοθήκη Δρέσδης) εικ.1, σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής στη σταδιοδρομία του αναδεικνύοντας το ενδιαφέρον του δημιουργού για έργα που ασχολούνται με το θέμα της πορνείας. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα εξέταση του θέματος σε όλες του τις πτυχές, συνδυάζοντας το ηθικό σχόλιο με μια αίσθηση ρεαλισμού της καθημερινότητας. Αυτό που κεντρίζει όμως το ενδιαφέρον του θεατή είναι το κλίμα μιας υφέρπουσας ερωτικής συνωμοσίας. Πρόκειται για την αποκάλυψη ενός κλειστοφοβικού ερωτισμού σε μια προβιομηχανική κοινωνία που μοιάζει να μην έχει πολλές αναστολές. Η ικανοποίηση στο βλέμμα του κοριτσιού τη στιγμή της πληρωμής των «υπηρεσιών» της δεν έχει τη δυνατότητα να υποσκελίσει τις καταχθόνιες μορφές που στέκονται δίπλα της κοιτάζοντας  συνωμοτικά και χειρονομώντας απροκάλυπτα.
   Μια άλλη εικαστική εκδοχή του Βερμέερ στο θέμα αυτό, αποτελεί το έργο «Κορίτσι με ποτήρι κρασιού»(1659-1660) εικ.2. Πρόκειται για έναν από τους πρώτους πίνακες του με εσωτερικά σπιτιών και από τα πρώιμα δείγματα της  λεπτής ψυχολογικής ερμηνείας του. Το ποτήρι του κρασιού που προσφέρεται στο κορίτσι - που φαίνεται ήδη να έχει μεθύσει με γλυκόλογα - είναι αναμφισβήτητα ένα τέχνασμα αποπλάνησης. Η ερωτική ατμόσφαιρα μεταξύ των δύο προσώπων προαναγγέλλει την ανήθικη συνεύρεση που θα ακολουθήσει. Το μήνυμα του δημιουργού είναι ότι λίγο κρασί παραπάνω μπορεί να οδηγήσει μια κοπέλα στην καταστροφή. Το βιτρό στο παράθυρο αριστερά προσθέτει μια υπέροχη πινελιά φωτός και χρώματος, αλλά και ένα ξεκάθαρο συμβολισμό, αφού διακρίνεται η αλληγορία της  Εγκράτειας, της αρετής δηλαδή που χαλιναγωγεί τον υπέρμετρο αισθησιασμό.
      Ο Βερμέερ, για τα δεδομένα της εποχής του, ολοκλήρωσε πολύ μικρό αριθμό έργων, περίπου πενήντα από τα οποία τριάντα έξι έχουν διασωθεί. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του περιήλθε σε δεινή οικονομική κατάσταση, εξαιτίας του πολέμου που ξέσπασε μεταξύ Ολλανδίας και Γαλλίας το 1672. Καθώς δεν μπορούσε να συντηρήσει την πολυμελή οικογένειά του έπεσε σε κατάθλιψη και η σωματική του υγεία επιδεινώθηκε. Πέθανε το 1675.  Στα επόμενα δύο χρόνια, η χήρα του, μόνη με τα έντεκα εν ζωή παιδιά, κήρυξε πτώχευση κι αναγκάστηκε να πουλήσει όλους τους πίνακες του άντρα της, για να ξεπληρώσει τα χρέη.
      Για εφτά χρόνια ένας ασήμαντος ζωγράφος ονόματι Χαν Βαν Μέεγκερεν παρουσίασε τους πίνακές  του ως γνήσια έργα του κορυφαίου Ολλανδού ζωγράφου Γιοχάνες Βερμέερ. Παρόλο που ο αντιγραφέας δεν είχε ταλέντο και το μόνο κοινό που είχε με το Βερμέερ ήταν ο τόπος καταγωγής, κατάφερε να «στήσει» μια απάτη, συγκεντρώνοντας από τις πωλήσεις μόλις έξι έργων περίπου 30 εκατομμύρια δολάρια. Ο τρόπος ήταν απλός, αφού βρήκε έναν ανίδεο αλλά παθιασμένο, όπως αποδείχτηκε, λάτρη της τέχνης του, τον Χέρμαν Γκέρινγκ, το πρωτοπαλίκαρο του Χίτλερ. Ο Γκέρινγκ βάζοντας χέρι στα κρατικά χρήματα και τις περιουσίες των Εβραίων ήταν αποφασισμένος να εμπλουτίσει τη συλλογή του με έργα του Βερμέερ. Στο τέλος, ο Μέεγκερεν συνελήφθη και ανακρίθηκε από τους Ολλανδούς με την κατηγορία ότι εκποιούσε πίνακες του Βερμέερ στους ναζί. Για να γλιτώσει την καταδίκη και τη θανατική ποινή, έπεισε τους αξιωματικούς ότι δεν ήταν κλέφτης, αλλά ένας απλός αντιγραφέας. Αυτό το κατάφερε ζωγραφίζοντας ένα Βερμέερ μπροστά τους.  Για το λόγο αυτό, καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκιση μόνο για απάτη, όμως πέθανε από ανακοπή σε ηλικία 58 ετών πριν προλάβει να εκτίσει την ποινή του. Ο  Μέεγκερεν έμεινε γνωστός στην ιστορία ως ο «άνθρωπος που εξαπάτησε τον Γκέρινγκ».